προσέναγχος

προσέναγχος
Α
επίρρ. μόλις πριν από λίγο, πρόσφατα («ὅπερ ἐζήτησέ τις τῶν φιλοσόφων προσέναγχος», Λογγίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἔναγχος «πρόσφατα, πριν από λίγο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”